αιτιοκρατία

αιτιοκρατία
déterminisme

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • αιτιοκρατία — αιτιοκρατία, η και αιτιαρχία, η και ντετερμινισμός, ο (λ. λατιν.), φιλοσοφική άποψη σύμφωνα με την οποία στον κόσμο όλα συμβαίνουν κατά τη σχέση αιτία αποτέλεσμα: Στη φύση υπάρχει απόλυτη αιτιοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιτιοκρατία — η φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία τα πάντα στον κόσμο συμβαίνουν σύμφωνα με μια αιτιώδη αλληλουχία σε κάθε αιτία επακολουθεί το αποτέλεσμα αναγκαστικά. Αυστηρή μορφή τής αιτιοκρατίας είναι η «μηχανοκρατία», η οποία αντίκειται στην «τελολογία»… …   Dictionary of Greek

  • αιτιοκρατία ή ντετερμινισμός — (determinismus). Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η κατάσταση του κόσμου σε μια ορισμένη στιγμή μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα της προηγούμενης κατάστασής του και αιτία της μελλοντικής του κατάστασης, η οποία, επομένως, μπορεί εύκολα να… …   Dictionary of Greek

  • φαταλισμός — Ο όρος είναι ξενικής προέλευσης. Στα ελληνικά λέγεται μοιρολατρία. Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα της ζωής καθορίζονται από τη μοίρα, το πεπρωμένο, την αμετάκλητη υπερβατική αιτία. Πρόκειται για θεολογική αιτιοκρατία και… …   Dictionary of Greek

  • ιντετερμινισμός — Φιλοσοφική θεωρία. Έλαβε την ονομασία αυτή από τη λατινική λέξη indeterminismus (= απροσδιοριστία). Σύμφωνα με τον ι., η ανθρώπινη βούληση είναι ελεύθερη, ανεπηρέαστη από εξωτερικά αίτια. * * * ο (φιλοσ.) φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι… …   Dictionary of Greek

  • νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 …   Dictionary of Greek

  • ντετερμινισμός — Βλ. λ. αιτιοκρατία. * * * ο (φιλοσ.) θεωρία σύμφωνα με την οποία τα πάντα στον κόσμο είναι αιτιωδώς προσδιορισμένα, γίνονται κατά αιτιώδη συνάφεια, είναι καθορισμένα από την επενέργεια ορισμένων αντικειμενικών νόμων, η αιτιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek

  • αιτιαρχία — η αιτιοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτία + αρχία < άρχω] …   Dictionary of Greek

  • αιτιαρχικός — ή, ό [αιτιαρχία] αυτός που ανήκει η αναφέρεται στην αιτιοκρατία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”